τελεστήρ

τελεστήρ
τελεσ-τήρ, ῆρος, ,
A = τελεστής 2a,

τᾶς Μεγάλας Ματρός IG4.757B10

([place name] Troezen).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τελεστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. τελεστής, ιεροτελεστής, μυσταγωγός 2. (στην αρχ. Τροιζήνα) αυτός που τελούσε τα προς τιμήν τής θεάς Κυβέλης μυστήρια («τελεστὴρ τᾱς Μεγάλας Ματρός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα τηρ* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”